αναστάτωμα

αναστάτωμα
τό
1) беспорядок; суматоха; 2) будоражение, приведение в беспокойство; 3) волнение, потрясение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναστάτωμα" в других словарях:

  • αναστάτωση — η (Α ἀναστάτωσις) η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα αρχ. ερήμωση, καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • αναστάτωση — αναστάτωση, η και αναστάτωμα, το, ατος 1. μεγάλη αταξία: Ο αρραβώνας αυτός είχε φέρει μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι. 2. μεγάλη ψυχική ταραχή: Αιτία της αναστάτωσής τους ήταν η φήμη ότι ο δρόμος δε θα περνούσε από το χωριό τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»